Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῶν ἀποδείξεων

См. также в других словарях:

  • αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • στέλεχος — το 1. βλαστός φυτού. 2. σημαντικό μέλος: Ανήκει στα στελέχη του κόμματος. – Είναι σημαντικό στέλεχος της επιχείρησης. 3. το μέρος του βιβλίου αποδείξεων που απομένει σ αυτόν που τις δίνει: Η εφορία ζήτησε τα στελέχη των αποδείξεων για έλεγχο. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… …   Dictionary of Greek

  • Ευκλείδης — I (330; – 275; π.Χ.). Μαθηματικός. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Τύρο της Συρίας και σπούδασε στην Αθήνα. Την εποχή της βασιλείας του Πτολεμαίου A’ τον κάλεσαν στην Αλεξάνδρεια για να… …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Κουέρτσια, Γιάκοπο — (Jacopo Della Quercia, Σιένα περ. 1371 – 1438). Ιταλός γλύπτης, ξυλόγλυπτης και χρυσοχόος. Ήταν γιος του Πιερο ντι Γκουαρνιέρι. Το πρώτο βέβαιο έργο του είναι ο τάφος της Ιλάρια ντελ Καρέτο, συζύγου του Πάολο Γκουινίτζι, που εκτελέστηκε το 1406… …   Dictionary of Greek

  • προδικασία — η, ΝΜΑ [προδικάζω] το σύνολο τών ενεργειών τών δικαστικών αρχών που γίνονται πριν από την τελική δίκη, περιλαμβάνουν όλες τις ανακριτικές πράξεις και αποβλέπουν στη συλλογή τών αποδείξεων για τη βεβαίωση ενός αδικήματος αρχ. οι προκαταρκτικές… …   Dictionary of Greek

  • συμβολοφύλαξ — ακος, ὁ, Α φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • Κόλιερ, Άρθρουρ — (Arthur Collier, 1680 – 1732). Άγγλος θεολόγος και φιλόσοφος. Οι θεωρίες του παρουσίαζαν κάποια αναλογία με τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Μπέρκλεϊ, μολονότι αμφισβητήθηκε ότι γνώριζε το έργο του Αρχές της γνώσης, που είχε εκδοθεί τέσσερα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • показаниѥ — ПОКАЗАНИ|Ѥ (80), ˫А с. 1.Действие по гл. показати1 в 1 знач.: по ѹмъвении абиѥ вл(д)ка възлеже. и ѥже о собѣ показаниѥмь. съмѣрению ст҃ы˫а сво˫а наѹчи ѹченикы. УСт к. XII, 27 об.; коѥ ны наѹчи писаниѥ. цр҃квьны˫а гл҃ы. на показаниѥ хлѣба. похвалы …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»